Πρόκειται εδώ, κατ' αρχάς, για ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο για τους φοιτητές των κοινωνικών επιστημών, που παρουσιάζει τις ιστορίες της εφαρμογής της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου i σε μία ευρεία γκάμα επιμέρους επιστημονικών...
moreΠρόκειται εδώ, κατ' αρχάς, για ένα εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο για τους φοιτητές των κοινωνικών επιστημών, που παρουσιάζει τις ιστορίες της εφαρμογής της αναλυτικής κατηγορίας του φύλου i σε μία ευρεία γκάμα επιμέρους επιστημονικών πειθαρχιών όπως ιστορία, εγκληματολογία, δημόσιες πολιτικές, τα Μέσα, γεωγραφία, εθνογραφία, κοινωνική εργασία, επιστημολογία, μετααποικιακές σπουδές, μετανάστευση, συγγένεια, με εμφανή πρόθεση διατομεακότητας στις αναλύσεις. Εδώ, δεν θα επιχειρήσω μία τυπική περιήγηση στα περιεχόμενα του τόμου, αλλά ανάδειξη μίας πτυχής τους και, ελπίζω επωφελώς για τον φίλεργο αναγνώστη, την παράθεση ορισμένων προϋποθέσεων πολιτικής συνεισφοράς που επιτρέπει η λακανική ψυχανάλυση στις σπουδές φύλου, διευρύνοντας ενδεχομένως την οπτική και το χειραφετητικό εγχείρημα. Νομίζω ότι δεν προδίδω την ποικιλία απόψεων των συγγραφέων στα επιμέρους πεδία, ξεχωρίζοντας στον τόμο ένα κοινόχρηστο νέφος έξι εννοιών και παραδοχών ως προς το φύλο, με τις οποίες οι συγγραφείς ενδεχομένως ταυτίζονται λιγότερο ή περισσότερο. Ωστόσο, τις παραθέτουν κατ' επανάληψη, ενώ αποτελούν πάγια αξιοποιούμενες έννοιες στις σπουδές φύλου 2. Παραθέτω ενδεικτικά. Μία βασική θέση που διατρέχει τα περισσότερα κείμενα, είναι ότι οι έμφυλες διαφορές είναι κοινωνικές κατασκευές (154). Ήδη στις πρώτες σελίδες αναφέρεται ότι η δημιουργία σπουδών φύλου συνδέθηκε με την τάση κριτικής στον βιολογισμό (26, 165), και αλλού η γενικότερη μη αναγωγή των προσεγγίσεων των σπουδών φύλου σε βιολογικές κατηγορίες (73) που αποτελούν προϊόν κανονιστικού λόγου σχετικά με το κοινωνικό φύλο όπου η γυναίκα αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα του μη κανονικού Άλλου (25), προς 'διάσωση' (186), στο πλαίσιο του οποίου οι επιφάνειες των σωμάτων χρεώνονται με σημασία (118). Η γυναικεία εμπειρία συναρτάται με υποτέλεια στο πλαίσιο ευρύτερων συστημάτων κυριαρχίας-ανισότητας (166), η πολιτισμική διαφορά εμφυλοποιείται, καθίσταται 'σεξουαλική' ενισχύοντας τον πατερναλιστικό φαλλογοκεντρισμό (189). Δεύτερον, και συνεκτατά με τα παραπάνω, γίνεται λόγος για οντολογικοποίηση των γυναικών φερόμενη στα κείμενα ως μαχητή (119), ως επιλήψιμα ουσιοκρατική εστίαση (166-7), ως δόλια ιδεολογική κατασκευή από το κυρίαρχο φύλο της φανταστικής κατηγορίας 'γυναίκες' με κοινές ιδιότητες στην ουσία τους (153), ως μονολογική ομογενοποίηση των υπεξούσιων (193), και όχι-ως όφειλε, αναφέρουν-ως επαναλαμβανόμενες επιτελέσεις φύλου και ως αρθρώματα ενός discourse (183), ή φορείς κριτικής κανονιστικών στερεοτυπικών αναπαραστάσεων (87). Ο Φρόυντ, όταν