Είχε από ώρα κουρνιάσει νωχελικά στην αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα, δίπλα στ' αναμμένο τζάκι, κι είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί στις σκέψεις του. Κάπου κάπου, έφερνε στα χείλη, εντελώς μηχανικά, μια περίτεχνα σκαλιστή πίπα, δώρο...
moreΕίχε από ώρα κουρνιάσει νωχελικά στην αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα, δίπλα στ' αναμμένο τζάκι, κι είχε κυριολεκτικά απορροφηθεί στις σκέψεις του. Κάπου κάπου, έφερνε στα χείλη, εντελώς μηχανικά, μια περίτεχνα σκαλιστή πίπα, δώρο μονάκριβο της παντοτινής, όσο κι ανομολόγητης αγαπημένης του. Έξω, η νύχτα είχε από ώρα απλώσει το μαύρο πέπλο της, σκεπάζοντας ακόμα και το κατάλευκο χρώμα του χιονιού, που από μέρες είχε κατακλύσει όλη την πλάση. Τον ήχο των ξύλων που καταβρόχθιζε λαίμαργα η φωτιά, συντρόφευε σε μια ασυνήθιστα παράξενη συγχορδία, το άγριο βούισμα του μανιασμένου αγέρα, που στροβίλιζε τις νιφάδες του χιονιού, που λες και είχε ξεχαστεί, συνέχιζε να πέφτει μ' έναν συνεχόμενο, μονότονο ρυθμό. Οι σκέψεις του, εδώ και ώρα, τον έστελναν πίσω στο πολύ μακρινό παρελθόν, όταν πρωταντίκρισε τη μορφή της. Μια μορφή λες βγαλμένη απ' τα παραμύθια, τόσο αθώα, τόσο ανεπιτήδευτα όμορφη, με μαλλιά ολόξανθα να πέφτουν ατημέλητα στους ώμους και μ' ένα μόνιμο χαμόγελο, που φώτιζε το πρόσωπό της ολάκερο. Είχε μείνει, θυμάται, να την κοιτάζει έκθαμβος, ανίκανος να αρθρώσει όχι πρόταση, αλλ' ούτε καν μια λέξη. Ακόμα θυμάται την γλυκιά, κελαριστή φωνή της να τον ξυπνάει από τον λήθαργο, και να του λέει «Άνοιξη», μια λέξη άγνωστη ως τότε για κείνον. Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που άκουσε ήταν τ' όνομά της, ένα όνομα που έκτοτε έγινε το αγαπημένο του, που κάθε που το έφερνε στο νου, ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα ανεξήγητο αίσθημα ευτυχίας. Από τότε, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, που την αντικρίζει ξανά, πάντα νιώθει ένα μούδιασμα κι ένα απροσδιόριστο σκίρτημα μέσα του. Συνάμα, κάτι σαν μια μικρή φλόγα, κάθε φορά, σαν να καίει τα σωθικά του. Απ' τις σκέψεις του τον διέκοψε ξαφνικά το δυνατό χλιμίντρισμα τ' αλόγου του. Κοίταξε το ρολόι που ήταν κρεμασμένο πάνω στο τζάκι και πετάχτηκε αλαφιασμένος. Έπρεπε να ήταν ήδη έτοιμος και να είχε πάρει το δρόμο για τη μεγάλη πύλη, όπου θα τον περίμενε ο αιώνιος προκάτοχός του, ο Φλεβάρης, για να του παραδώσει τα κλειδιά του «Κήπου». Έριξε στα γρήγορα νερό να σβήσει τη φωτιά στο τζάκι, φόρεσε όπως όπως τις μπότες και την κάπα του, πέρασε στον ώμο το σάκο που είχε ήδη έτοιμο με μια πιο ανάλαφρη φορεσιά, κλείδωσε το σπίτι και μ' ένα σάλτο ανέβηκε στο γρήγορο κατάλευκο άλογό του. Εκείνο, μαθημένο τόσα ατελείωτα χρόνια, ξεχύθηκε μέσα στο σκοτάδι, χωρίς καν να χρειαστεί να του υποδειχθεί η κατεύθυνση με τα γκέμια. Έφτασε στην πύλη ακριβώς τη στιγμή που μια μακρινή καμπάνα ηχούσε το τέλειωμα της μιας και την απαρχή της άλλης ημέρας, εκείνης που-για χάρη του-θα λεγόταν «πρώτη του Μάρτη». Ξεπέζεψε σαν αστραπή κι άδραξε τα κλειδιά της μεγάλης πύλης απ' τα σχεδόν ξεπαγιασμένα χέρια του Φλεβάρη, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Εκείνος, καβαλίκεψε το άσπρο άλογο και χάθηκε στη νύχτα, να πάει όσο γρηγορότερα σπίτι του, επιτέλους να ζεσταθεί. Ο Μάρτης, στάθηκε στο κέντρο της μεγάλης πύλης, ταίριαξε τη φορεσιά του και πήρε στάση προσοχής. Κοίταξε πάνω από την πύλη και μέσα στο σκοτάδι μπόρεσε να διακρίνει τη μεγάλη ταμπέλα, με τα καλλιγραφημένα γράμματα… «Κήπος της Άνοιξης». Δεν θ' άφηνε τίποτα και κανέναν να περάσει, παρά μόνο, με το πρώτο φως της αυγής, θα προϋπαντούσε-όπως πάντα-τον ερχομό Εκείνης… Θα τον χαιρετούσε, όπως πάντα, με κείνο το τόσο οικείο πια χαμόγελό της, κι εκείνος, όπως πάντα, θα την κοίταζε έκθαμβος, χωρίς μάλλον κι αυτή τη φορά να καταφέρει να αρθρώσει ένα χαιρετισμό. Θα της άνοιγε, όπως πάντα, τη μεγάλη πύλη και, όπως πάντα, ο κήπος θα γέμιζε κελαηδιστά πουλιά, πεταλούδες πολύχρωμες, τα δε λουλούδια θ' άρχιζαν σιγά σιγά ν' ανθίζουν… όπως πάντα.-~ Θ. Κάσσος-01/03/21 ~